μεταμοσχεύεται

μεταμοσχεύεται
μεταμοσχεύω
transplant
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… …   Dictionary of Greek

  • μόσχευμα — το, ατος 1. τμήμα φυτού που μεταφυτεύεται για την αναπαραγωγή του φυτού. 2. (ιατρ.), τμήμα του οργανισμού που μεταμοσχεύεται στον οργανισμό του ίδιου ή άλλου ατόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”